- μεροβίγγειος
- -α, -ο- 1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Μεροβίγγειοιδυναστεία τών Σαλίων Φράγκων τού 5ου αιώνα, η οποία βασίλευσε στη Γαλατία μετά τις κατακτήσεις τού Κλόβιος2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μεροβιγγείους, μεροβιγγειακός και μεροβιγγειανός («μεροβίγγεια περίοδος»).[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. Merovingiens (από το όνομα τού Merowig, βασιλιά τών Φράγκων)].
Dictionary of Greek. 2013.